- διαγωγικός
- διᾰγωγ-ικός, ή, όν,A of or for a passage: τέλος δ., = sq., Str.4.3.2.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
διαγωγικός — ή, ό (Α διαγωγικός, ή, όν) νεοελλ. αυτός που αναφέρεται στη συμπεριφορά αρχ. φρ. «τέλος διαγωγικόν» φόρος για τη διαγωγή, τη διάβαση, διαγώγιον … Dictionary of Greek
διαγωγικά — διαγωγικός of neut nom/voc/acc pl διαγωγικά̱ , διαγωγικός of fem nom/voc/acc dual διαγωγικά̱ , διαγωγικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)